Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
View word page
ἀλεκτορίσκος
a cockerel
ShortDef
a cockerel
Debugging
Headword:
ἀλεκτορίσκος
Headword (normalized):
ἀλεκτορίσκος
Headword (normalized/stripped):
αλεκτορισκος
IDX:
3488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3489
Key:
Data
{'content': 'a cockerel'}