Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίσχω
ἐπισωματόομαι
ἐπισωμάτωσις
ἐπίσωμος
ἐπισωρεία
ἐπισώρευμα
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
View word page
ἐπίταγμα
an injunction, command

ShortDef

an injunction, command

Debugging

Headword:
ἐπίταγμα
Headword (normalized):
ἐπίταγμα
Headword (normalized/stripped):
επιταγμα
IDX:
34886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34887
Key:

Data

{'content': 'an injunction, command'}