Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισχηματίζω
ἐπισχίζω
ἐπίσχισμα
ἐπισχύω
ἐπίσχω
ἐπισωματόομαι
ἐπισωμάτωσις
ἐπίσωμος
ἐπισωρεία
ἐπισώρευμα
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
View word page
ἐπισωρεύω
heap upon
ShortDef
heap upon
Debugging
Headword:
ἐπισωρεύω
Headword (normalized):
ἐπισωρεύω
Headword (normalized/stripped):
επισωρευω
IDX:
34882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34883
Key:
Data
{'content': 'heap upon'}