Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισχετικός
ἐπισχετλιάζω
ἐπισχηματίζω
ἐπισχίζω
ἐπίσχισμα
ἐπισχύω
ἐπίσχω
ἐπισωματόομαι
ἐπισωμάτωσις
ἐπίσωμος
ἐπισωρεία
ἐπισώρευμα
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
View word page
ἐπισωρεία
heaping up

ShortDef

heaping up

Debugging

Headword:
ἐπισωρεία
Headword (normalized):
ἐπισωρεία
Headword (normalized/stripped):
επισωρεια
IDX:
34880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34881
Key:

Data

{'content': 'heaping up'}