Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
View word page
ἀλεκτορίς
hen
ShortDef
hen
Debugging
Headword:
ἀλεκτορίς
Headword (normalized):
ἀλεκτορίς
Headword (normalized/stripped):
αλεκτορις
IDX:
3487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3488
Key:
Data
{'content': 'hen'}