Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισφύριον
ἐπισφύριος
ἐπισχεδιάζω
ἐπισχεδόν
ἐπισχεθεῖν
ἐπισχερώ
ἐπισχεσία
ἐπισχεσίη
ἐπίσχεσις
ἐπισχετέον
ἐπισχετικός
ἐπισχετλιάζω
ἐπισχηματίζω
ἐπισχίζω
ἐπίσχισμα
ἐπισχύω
ἐπίσχω
ἐπισωματόομαι
ἐπισωμάτωσις
ἐπίσωμος
ἐπισωρεία
View word page
ἐπισχετικός
checking, stopping

ShortDef

checking, stopping

Debugging

Headword:
ἐπισχετικός
Headword (normalized):
ἐπισχετικός
Headword (normalized/stripped):
επισχετικος
IDX:
34870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34871
Key:

Data

{'content': 'checking, stopping'}