Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
View word page
ἀλεκτόριον
poultry-yard

ShortDef

poultry-yard

Debugging

Headword:
ἀλεκτόριον
Headword (normalized):
ἀλεκτόριον
Headword (normalized/stripped):
αλεκτοριον
IDX:
3486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3487
Key:

Data

{'content': 'poultry-yard'}