Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
View word page
ἀλεκτοριδεύς
chicken
ShortDef
chicken
Debugging
Headword:
ἀλεκτοριδεύς
Headword (normalized):
ἀλεκτοριδεύς
Headword (normalized/stripped):
αλεκτοριδευς
IDX:
3485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3486
Key:
Data
{'content': 'chicken'}