Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
View word page
ἄλειψις
an anointing
ShortDef
an anointing
Debugging
Headword:
ἄλειψις
Headword (normalized):
ἄλειψις
Headword (normalized/stripped):
αλειψις
IDX:
3482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3483
Key:
Data
{'content': 'an anointing'}