Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
View word page
ἀλείφω
to anoint with oil, oil

ShortDef

to anoint with oil, oil

Debugging

Headword:
ἀλείφω
Headword (normalized):
ἀλείφω
Headword (normalized/stripped):
αλειφω
IDX:
3481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3482
Key:

Data

{'content': 'to anoint with oil, oil'}