Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
View word page
ἀλειφόβιος
one that lives by anointing

ShortDef

one that lives by anointing

Debugging

Headword:
ἀλειφόβιος
Headword (normalized):
ἀλειφόβιος
Headword (normalized/stripped):
αλειφοβιος
IDX:
3480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3481
Key:

Data

{'content': 'one that lives by anointing'}