Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
View word page
ἀλειφατίτης
baked with oil
ShortDef
baked with oil
Debugging
Headword:
ἀλειφατίτης
Headword (normalized):
ἀλειφατίτης
Headword (normalized/stripped):
αλειφατιτης
IDX:
3479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3480
Key:
Data
{'content': 'baked with oil'}