Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
View word page
ἄλειφαρ
anointing-oil, unguent, oil

ShortDef

anointing-oil, unguent, oil

Debugging

Headword:
ἄλειφαρ
Headword (normalized):
ἄλειφαρ
Headword (normalized/stripped):
αλειφαρ
IDX:
3477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3478
Key:

Data

{'content': 'anointing-oil, unguent, oil'}