Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
View word page
ἀλειτούργητος
free from liturgies

ShortDef

free from liturgies

Debugging

Headword:
ἀλειτούργητος
Headword (normalized):
ἀλειτούργητος
Headword (normalized/stripped):
αλειτουργητος
IDX:
3476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3477
Key:

Data

{'content': 'free from liturgies'}