Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
View word page
ἀλείτης
one who flees from punishment, a culprit, a sinner

ShortDef

one who flees from punishment, a culprit, a sinner

Debugging

Headword:
ἀλείτης
Headword (normalized):
ἀλείτης
Headword (normalized/stripped):
αλειτης
IDX:
3474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3475
Key:

Data

{'content': 'one who flees from punishment, a culprit, a sinner'}