Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλείωτος
View word page
ἄλεισον
a cup, goblet
ShortDef
a cup, goblet
Debugging
Headword:
ἄλεισον
Headword (normalized):
ἄλεισον
Headword (normalized/stripped):
αλεισον
IDX:
3473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3474
Key:
Data
{'content': 'a cup, goblet'}