Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
ἀλείφω
View word page
ἄλειπτος
not left behind, unconquered

ShortDef

not left behind, unconquered

Debugging

Headword:
ἄλειπτος
Headword (normalized):
ἄλειπτος
Headword (normalized/stripped):
αλειπτος
IDX:
3471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3472
Key:

Data

{'content': 'not left behind, unconquered'}