Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιστηλόομαι
ἐπίστημα
ἐπιστήμη
ἐπιστημονίζω
ἐπιστημονικός
ἐπίστημος
ἐπιστημοσύνη
ἐπιστημόω
ἐπιστήμων
ἐπιστήριγμα
ἐπιστηρίζω
ἐπιστής
ἐπιστητέον
ἐπιστητός
ἐπιστιγμή
ἐπιστίζω
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπίστιχος
ἐπιστοβέω
ἐπιστοιβάζω
View word page
ἐπιστηρίζω
to make to lean on

ShortDef

to make to lean on

Debugging

Headword:
ἐπιστηρίζω
Headword (normalized):
ἐπιστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
επιστηριζω
IDX:
34709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34710
Key:

Data

{'content': 'to make to lean on'}