Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
ἀλειφόβιος
View word page
ἀλειπτός
anointed, smeared

ShortDef

anointed, smeared

Debugging

Headword:
ἀλειπτός
Headword (normalized):
ἀλειπτός
Headword (normalized/stripped):
αλειπτος
IDX:
3470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3471
Key:

Data

{'content': 'anointed, smeared'}