Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
ἀλειφάς
ἀλειφατίτης
View word page
ἀλειπτικός
of/for the trainer

ShortDef

of/for the trainer

Debugging

Headword:
ἀλειπτικός
Headword (normalized):
ἀλειπτικός
Headword (normalized/stripped):
αλειπτικος
IDX:
3469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3470
Key:

Data

{'content': 'of/for the trainer'}