Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιστεναγμός
ἐπιστενάζω
ἐπιστένακτος
ἐπιστενάχομαι
ἐπιστενάχω
ἐπίστενος
ἐπιστένω
ἐπιστέρησις
ἐπιστεφανόω
ἐπιστεφάνωμα
ἐπιστεφής
ἐπιστέφομαι
ἐπιστέφω
ἐπιστηθίδιος
ἐπιστηλόομαι
ἐπίστημα
ἐπιστήμη
ἐπιστημονίζω
ἐπιστημονικός
ἐπίστημος
ἐπιστημοσύνη
View word page
ἐπιστεφής
crowned
ShortDef
crowned
Debugging
Headword:
ἐπιστεφής
Headword (normalized):
ἐπιστεφής
Headword (normalized/stripped):
επιστεφης
IDX:
34695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34696
Key:
Data
{'content': 'crowned'}