Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
ἀλειτούργητος
ἄλειφαρ
View word page
ἀλειπτήριον
place for anointing

ShortDef

place for anointing

Debugging

Headword:
ἀλειπτήριον
Headword (normalized):
ἀλειπτήριον
Headword (normalized/stripped):
αλειπτηριον
IDX:
3467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3468
Key:

Data

{'content': 'place for anointing'}