Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστάσιον
ἐπιστάσιος
ἐπίστασις
ἐπιστατεία
ἐπιστατέον
ἐπιστατέω
ἐπιστάτης
ἐπιστατητέον
ἐπιστατητέος
View word page
ἐπιστασία
authority, dominion

ShortDef

authority, dominion

Debugging

Headword:
ἐπιστασία
Headword (normalized):
ἐπιστασία
Headword (normalized/stripped):
επιστασια
IDX:
34664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34665
Key:

Data

{'content': 'authority, dominion'}