Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστάσιον
ἐπιστάσιος
ἐπίστασις
ἐπιστατεία
ἐπιστατέον
ἐπιστατέω
ἐπιστάτης
View word page
ἐπισταλτικός
epistolary

ShortDef

epistolary

Debugging

Headword:
ἐπισταλτικός
Headword (normalized):
ἐπισταλτικός
Headword (normalized/stripped):
επισταλτικος
IDX:
34662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34663
Key:

Data

{'content': 'epistolary'}