Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστάσιον
ἐπιστάσιος
ἐπίστασις
ἐπιστατεία
ἐπιστατέον
View word page
ἐπίσταλμα
a commission
ShortDef
a commission
Debugging
Headword:
ἐπίσταλμα
Headword (normalized):
ἐπίσταλμα
Headword (normalized/stripped):
επισταλμα
IDX:
34660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34661
Key:
Data
{'content': 'a commission'}