Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
ἀλειτουργησία
View word page
Ἀλεῖος
of Elis
ShortDef
of Elis
Debugging
Headword:
Ἀλεῖος
Headword (normalized):
ἀλεῖος
Headword (normalized/stripped):
αλειος
IDX:
3465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3466
Key:
Data
{'content': 'of Elis'}