Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσταγμα
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστάσιον
ἐπιστάσιος
View word page
ἐπιστάκτης
wool used for dropping oil

ShortDef

wool used for dropping oil

Debugging

Headword:
ἐπιστάκτης
Headword (normalized):
ἐπιστάκτης
Headword (normalized/stripped):
επιστακτης
IDX:
34657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34658
Key:

Data

{'content': 'wool used for dropping oil'}