Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισπουδαστής
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσταγμα
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
ἐπιστασιάζω
ἐπιστάσιον
View word page
ἐπίσταθμος
(n) quartermaster, satrap; (adj) at the door
ShortDef
(n) quartermaster, satrap; (adj) at the door
Debugging
Headword:
ἐπίσταθμος
Headword (normalized):
ἐπίσταθμος
Headword (normalized/stripped):
επισταθμος
IDX:
34656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34657
Key:
Data
{'content': '(n) quartermaster, satrap; (adj) at the door'}