Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσταγμα
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
ἐπισταλάω
ἐπίσταλμα
ἐπίσταλσις
ἐπισταλτικός
ἐπίσταμαι
ἐπιστασία
View word page
ἐπισταθμεύω
to be quartered upon

ShortDef

to be quartered upon

Debugging

Headword:
ἐπισταθμεύω
Headword (normalized):
ἐπισταθμεύω
Headword (normalized/stripped):
επισταθμευω
IDX:
34654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34655
Key:

Data

{'content': 'to be quartered upon'}