Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
ἀλείτης
View word page
ἀλειμματώδης
unctuous

ShortDef

unctuous

Debugging

Headword:
ἀλειμματώδης
Headword (normalized):
ἀλειμματώδης
Headword (normalized/stripped):
αλειμματωδης
IDX:
3464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3465
Key:

Data

{'content': 'unctuous'}