Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισπλαγχνίζομαι
ἐπίσπληνος
ἐπισπονδή
ἐπίσπονδον
ἐπισπορά
ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσταγμα
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
ἐπισταθμεύω
ἐπιστάθμησις
ἐπίσταθμος
ἐπιστάκτης
ἐπισταλάζω
View word page
ἐπίσσυτος
rushing, gushing
ShortDef
rushing, gushing
Debugging
Headword:
ἐπίσσυτος
Headword (normalized):
ἐπίσσυτος
Headword (normalized/stripped):
επισσυτος
IDX:
34648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34649
Key:
Data
{'content': 'rushing, gushing'}