Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισπερχής
ἐπισπέρχω
ἐπισπεύδω
ἐπισπευστικός
ἐπισπιλόω
ἐπισπλαγχνίζομαι
ἐπίσπληνος
ἐπισπονδή
ἐπίσπονδον
ἐπισπορά
ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
ἐπίσσοφος
ἐπίσσυτος
ἐπίσταγμα
ἐπισταδόν
ἐπιστάζω
ἐπισταθμάομαι
ἐπισταθμεία
View word page
ἐπίσπορος
sown afterwards

ShortDef

sown afterwards

Debugging

Headword:
ἐπίσπορος
Headword (normalized):
ἐπίσπορος
Headword (normalized/stripped):
επισπορος
IDX:
34643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34644
Key:

Data

{'content': 'sown afterwards'}