Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
ἄλεισον
View word page
ἀλειμμάτιον
bit of oil, unguent

ShortDef

bit of oil, unguent

Debugging

Headword:
ἀλειμμάτιον
Headword (normalized):
ἀλειμμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αλειμματιον
IDX:
3463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3464
Key:

Data

{'content': 'bit of oil, unguent'}