Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισπαστός
ἐπίσπαστρον
ἐπισπάω
ἐπισπείρω
ἐπίσπεισις
ἐπίσπεισμα
ἐπισπένδω
ἐπισπερχής
ἐπισπέρχω
ἐπισπεύδω
ἐπισπευστικός
ἐπισπιλόω
ἐπισπλαγχνίζομαι
ἐπίσπληνος
ἐπισπονδή
ἐπίσπονδον
ἐπισπορά
ἐπίσπορος
ἐπισπουδάζω
ἐπισπουδασμός
ἐπισπουδαστής
View word page
ἐπισπευστικός
urgent

ShortDef

urgent

Debugging

Headword:
ἐπισπευστικός
Headword (normalized):
ἐπισπευστικός
Headword (normalized/stripped):
επισπευστικος
IDX:
34636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34637
Key:

Data

{'content': 'urgent'}