Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
ἄλειπτος
Ἀλείσιον
View word page
ἄλειμμα
anything used for anointing, unguent, fat, oil

ShortDef

anything used for anointing, unguent, fat, oil

Debugging

Headword:
ἄλειμμα
Headword (normalized):
ἄλειμμα
Headword (normalized/stripped):
αλειμμα
IDX:
3462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3463
Key:

Data

{'content': 'anything used for anointing, unguent, fat, oil'}