Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
ἀλειπτός
View word page
ἄλειας
flour, wheaten flour

ShortDef

flour, wheaten flour

Debugging

Headword:
ἄλειας
Headword (normalized):
ἄλειας
Headword (normalized/stripped):
αλειας
IDX:
3460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3461
Key:

Data

{'content': 'flour, wheaten flour'}