Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀλεγηνορίδης
ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
ἀλειπτέον
ἀλειπτήριον
ἀλείπτης
ἀλειπτικός
View word page
ἀλείαντος
unmasticated
ShortDef
unmasticated
Debugging
Headword:
ἀλείαντος
Headword (normalized):
ἀλείαντος
Headword (normalized/stripped):
αλειαντος
IDX:
3459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3460
Key:
Data
{'content': 'unmasticated'}