Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισκευάσιμος
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστικός
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπισκήνιος
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
ἐπισκίασμα
ἐπισκιασμός
ἐπίσκιος
ἐπισκιρρόομαι
ἐπισκιρτάω
ἐπισκίρτημα
ἐπίσκληρος
ἐπισκληρύνομαι
ἐπισκοπεία
View word page
ἐπίσκηψις
an injunction

ShortDef

an injunction

Debugging

Headword:
ἐπίσκηψις
Headword (normalized):
ἐπίσκηψις
Headword (normalized/stripped):
επισκηψις
IDX:
34575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34576
Key:

Data

{'content': 'an injunction'}