Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισκεπτικός
ἐπισκέπτομαι
ἐπίσκεπτος
ἐπισκέπω
ἐπισκευάζω
ἐπισκευάσιμος
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστικός
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπισκήνιος
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
ἐπισκίασμα
ἐπισκιασμός
ἐπίσκιος
ἐπισκιρρόομαι
View word page
ἐπίσκεψις
inspection, visitation

ShortDef

inspection, visitation

Debugging

Headword:
ἐπίσκεψις
Headword (normalized):
ἐπίσκεψις
Headword (normalized/stripped):
επισκεψις
IDX:
34570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34571
Key:

Data

{'content': 'inspection, visitation'}