Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισκεπής
ἐπισκεπτέος
ἐπισκέπτης
ἐπισκεπτικός
ἐπισκέπτομαι
ἐπίσκεπτος
ἐπισκέπω
ἐπισκευάζω
ἐπισκευάσιμος
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστικός
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπισκήνιος
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
ἐπισκίασμα
View word page
ἐπισκευαστικός
preparatory
ShortDef
preparatory
Debugging
Headword:
ἐπισκευαστικός
Headword (normalized):
ἐπισκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
επισκευαστικος
IDX:
34567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34568
Key:
Data
{'content': 'preparatory'}