Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισκεπάζω
ἐπισκεπής
ἐπισκεπτέος
ἐπισκέπτης
ἐπισκεπτικός
ἐπισκέπτομαι
ἐπίσκεπτος
ἐπισκέπω
ἐπισκευάζω
ἐπισκευάσιμος
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστικός
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπισκήνιος
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
View word page
ἐπισκευαστής
one who equips

ShortDef

one who equips

Debugging

Headword:
ἐπισκευαστής
Headword (normalized):
ἐπισκευαστής
Headword (normalized/stripped):
επισκευαστης
IDX:
34566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34567
Key:

Data

{'content': 'one who equips'}