Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεαίνω
ἀλεαντικός
ἀλέαντος
ἀλεγεινός
Ἀλεγηνορίδης
ἀλεγίζω
ἀλεγύνω
ἀλέγω
ἀλεεινός
ἀλεείνω
ἀλέη
ἀλεής
ἁλεία
ἀλεία
ἀλείαντος
ἄλειας
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
Ἀλεῖος
View word page
ἀλέη
[avoiding; warmth] > ἀλέα

ShortDef

[avoiding; warmth] > ἀλέα

Debugging

Headword:
ἀλέη
Headword (normalized):
ἀλέη
Headword (normalized/stripped):
αλεη
IDX:
3455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3456
Key:

Data

{'content': '[avoiding; warmth] > ἀλέα'}