Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιρρυπαίνω
ἐπιρρύπτω
ἐπίρρυσις
ἐπιρρύσμιος
ἐπίρρυτος
ἐπιρρωγολογέομαι
ἐπιρρώννυμι
ἐπιρρώομαι
ἐπίρρωσις
ἐπιρρωστέον
ἐπίσαγμα
ἐπίσαθρος
ἐπισαλεύω
ἐπίσαλος
ἐπισαλπίζω
ἐπισανδαλίς
ἐπίσαξις
ἐπίσαπρος
ἐπισαρκάζω
ἐπίσαρκος
ἐπισάττω
View word page
ἐπίσαγμα
a load on
ShortDef
a load on
Debugging
Headword:
ἐπίσαγμα
Headword (normalized):
ἐπίσαγμα
Headword (normalized/stripped):
επισαγμα
IDX:
34496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34497
Key:
Data
{'content': 'a load on'}