Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιρρήδην
ἐπίρρημα
ἐπιρρηματικός
ἐπίρρηξις
ἐπίρρησις
ἐπιρρητέον
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπιρριγέω
ἐπιρρίζιον
ἐπίρρικνος
ἐπίρριμμα
ἐπίρρινον
ἐπίρρινος
ἐπιρριπτέον
ἐπιρριπτέω
ἐπιρρίπτω
ἐπίρριψις
ἐπιρροή
ἐπιρροθέω
ἐπιρρόθητος
View word page
ἐπίρρικνος
wiry
ShortDef
wiry
Debugging
Headword:
ἐπίρρικνος
Headword (normalized):
ἐπίρρικνος
Headword (normalized/stripped):
επιρρικνος
IDX:
34463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34464
Key:
Data
{'content': 'wiry'}