Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιρρευματίζομαι
ἐπιρρευματισμός
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρήδην
ἐπίρρημα
ἐπιρρηματικός
ἐπίρρηξις
ἐπίρρησις
ἐπιρρητέον
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπιρριγέω
ἐπιρρίζιον
ἐπίρρικνος
ἐπίρριμμα
ἐπίρρινον
ἐπίρρινος
ἐπιρριπτέον
ἐπιρριπτέω
ἐπιρρίπτω
View word page
ἐπιρρητορεύω
to declaim over

ShortDef

to declaim over

Debugging

Headword:
ἐπιρρητορεύω
Headword (normalized):
ἐπιρρητορεύω
Headword (normalized/stripped):
επιρρητορευω
IDX:
34459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34460
Key:

Data

{'content': 'to declaim over'}