Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιρρέζω
ἐπιρρεμβῶς
ἐπιρρεπής
ἐπιρρέπω
ἐπιρρευματίζομαι
ἐπιρρευματισμός
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρήδην
ἐπίρρημα
ἐπιρρηματικός
ἐπίρρηξις
ἐπίρρησις
ἐπιρρητέον
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπιρριγέω
ἐπιρρίζιον
ἐπίρρικνος
ἐπίρριμμα
ἐπίρρινον
View word page
ἐπιρρηματικός
adverbial

ShortDef

adverbial

Debugging

Headword:
ἐπιρρηματικός
Headword (normalized):
ἐπιρρηματικός
Headword (normalized/stripped):
επιρρηματικος
IDX:
34455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34456
Key:

Data

{'content': 'adverbial'}