Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιρράπτω
ἐπιρράσσω
ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
ἐπιρρεμβῶς
ἐπιρρεπής
ἐπιρρέπω
ἐπιρρευματίζομαι
ἐπιρρευματισμός
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρήδην
ἐπίρρημα
ἐπιρρηματικός
ἐπίρρηξις
ἐπίρρησις
ἐπιρρητέον
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπιρριγέω
ἐπιρρίζιον
View word page
ἐπιρρήγνυμι
to rend

ShortDef

to rend

Debugging

Headword:
ἐπιρρήγνυμι
Headword (normalized):
ἐπιρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
επιρρηγνυμι
IDX:
34452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34453
Key:

Data

{'content': 'to rend'}