Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιρρᾳθυμέω
ἐπιρραίνω
ἐπιρρακτός
ἐπίρραμμα
ἐπιρραπίζω
ἐπιρράπιξις
ἐπιρράπτω
ἐπιρράσσω
ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
ἐπιρρεμβῶς
ἐπιρρεπής
ἐπιρρέπω
ἐπιρρευματίζομαι
ἐπιρρευματισμός
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρήδην
ἐπίρρημα
ἐπιρρηματικός
ἐπίρρηξις
View word page
ἐπιρρεμβῶς
aimlessly, desultorily

ShortDef

aimlessly, desultorily

Debugging

Headword:
ἐπιρρεμβῶς
Headword (normalized):
ἐπιρρεμβῶς
Headword (normalized/stripped):
επιρρεμβως
IDX:
34446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34447
Key:

Data

{'content': 'aimlessly, desultorily'}