Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπωμασμός
ἐπιπωματίζω
ἐπιπωματικός
ἐπιπωμάτισις
ἐπιπωρόομαι
ἐπιπώρωμα
ἐπιπώρωσις
ἐπιρραβδίζω
ἐπιρραβδοφορέω
ἐπιρρᾳθυμέω
ἐπιρραίνω
ἐπιρρακτός
ἐπίρραμμα
ἐπιρραπίζω
ἐπιρράπιξις
ἐπιρράπτω
ἐπιρράσσω
ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
ἐπιρρεμβῶς
ἐπιρρεπής
View word page
ἐπιρραίνω
to sprinkle upon
ShortDef
to sprinkle upon
Debugging
Headword:
ἐπιρραίνω
Headword (normalized):
ἐπιρραίνω
Headword (normalized/stripped):
επιρραινω
IDX:
34437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34438
Key:
Data
{'content': 'to sprinkle upon'}