Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίπωμα
ἐπιπωμάζω
ἐπιπωμασμός
ἐπιπωματίζω
ἐπιπωματικός
ἐπιπωμάτισις
ἐπιπωρόομαι
ἐπιπώρωμα
ἐπιπώρωσις
ἐπιρραβδίζω
ἐπιρραβδοφορέω
ἐπιρρᾳθυμέω
ἐπιρραίνω
ἐπιρρακτός
ἐπίρραμμα
ἐπιρραπίζω
ἐπιρράπιξις
ἐπιρράπτω
ἐπιρράσσω
ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
View word page
ἐπιρραβδοφορέω
to urge
ShortDef
to urge
Debugging
Headword:
ἐπιρραβδοφορέω
Headword (normalized):
ἐπιρραβδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
επιρραβδοφορεω
IDX:
34435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34436
Key:
Data
{'content': 'to urge'}